θεϊσμός — ο φιλοσοφικοθρησκευτική διδασκαλία που αναγνωρίζει την ύπαρξη ενός υπερφυσικού Θεού ως δημιουργού της φύσης και των νόμων της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Hellenic Polytheistic Reconstructionism — A ceremony at the annual Prometheia festival of the Greek polytheistic group Supreme Council of Ethnikoi Hellenes, June 2006. Ancient Greek religion … Wikipedia
ζωοθεϊσμός — ο ζωολατρία*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. zootheism < zoo (πρβλ. ζω(ο) [II]*) + theism (πρβλ. θεϊσμός)] … Dictionary of Greek
καθενοθεϊσμός — ο 1. η πίστη σε έναν θεό κάθε φορά 2. η λατρεία ενός θεού σε μία συγκεκριμένη περίπτωση χωρίς να αποκλείεται ή να αποκηρύσσεται η ύπαρξη άλλων θεοτήτων, η εξύψωση ως αποκλειστικά ανώτατου ενός θεού σε μία τελετουργία ή σε έναν ύμνο. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek
πανενθεϊσμός — Θεολογική μεταφυσική θεωρία, σύμφωνα με την οποία το παν βρίσκεται στη θεϊκή ενέργεια. Κατά τη θεωρία αυτή ο θεός και ο κόσμος δεν ταυτίζονται, όπως υποστηρίζει ο πανθεϊσμός, αλλά ο κόσμος περιέχεται στον θεό, χωρίς η θεία ουσία να εξαντλείται… … Dictionary of Greek
τετραθεϊσμός — ο, Ν εκκλ. χριστιανική αίρεση σύμφωνα με τη διδασκαλία τής οποίας εκτός από τα πρόσωπα τής Αγίας Τριάδας, που λαμβάνονται χωρισμένα το ένα από το άλλο, υπάρχει και τέταρτη υπόσταση, η κοινή ουσία τών τριών άλλων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ.… … Dictionary of Greek